-
1 μετρώ
(ε), μετράω μετ.1) прям., перен. мерить, измерять;μετρώ τίς δυνάμεις μου — взвешивать свои силы;
μετρώ τα λόγια μου — взвешивать свои слова;
με τον ίδιο 'πήχυ τα μετράει όλα — у него для всего одна мерка, он подходит ко всему с общей меркой;
έχω μετρήσει πολλές φορές αυτόν τον κάμπο — я исходил вдоль и поперёк это поле;
μετρώ διά τού βλέμματος — измерять взглядом;
2) считать;δεν ξέρει να μετρήσει ως το εκατό — он не может сосчитать до ста;
μετριούνται στα δάχτυλα — по пальцам можно пересчитать, очень мало;
3) платить, уплачивать;§ εγλύστρησε και μέτρησε όλη τη σκάλα он поскользнулся и пересчитал все ступеньки; πέντε μέτρα κι' ένα κόβε посл, семь раз отмерь, один отрежь;μετριέμαι, μετρ(ι)ούμαι — мериться (силой и т. п.); — тягаться;
αν κότας, έλα να μετρηθείς μαζί μου если не боишься, то потягайся со мной;§ θα μετρηθοδμε! — а) мы еще посмотрим, кто кого!, мы ещё померяемся силами!; — б) мы ещё сочтёмся
См. также в других словарях:
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek